Καλοκαιριάτικο πρωϊνο, πήρα το δρόμο για Κρυόβρυση.
Στο δρόμο μου συνάντησα τον μπάρμπα Θοδωρή.
Στο παγκάκι της Βρύσης ακουμπισμένος, με την μαγκούρα να τον συντροφεύει, ο μπάρμπα Θοδωρής αγνάντευε τα γύρω βουνά, ίσως και να ονειρευόταν, το βλέμμα του έμοιαζε απλανές. Ήταν κοντά στα ενενήντα. Από πολύ καιρό τα πόδια του βάρυναν , δεν είχε πια στις αντοχές να κινείται με ευκολία και του άρεσε να αράζει εκεί στο παγκάκι της Βρύσης να χαζεύει τα γύρω του όπως μου εξήγησε όταν πλησίασα να τον χαιρετίσω.
Τραβούσαν την προσοχή του απλά πράγματα, η βουή του αέρα, το πέταγμα ενός πουλιού ή ενός εντόμου, ένας ήχος, ή ακόμη και τίποτε όταν τον παρέσυρε το πνεύμα και τα μάτια απλώς έμειναν ακίνητα, κατακτημένα από τις σκέψεις ή τις αναπολήσεις. «Είναι η ευτυχία μου αυτή» θα εξομολογηθεί σε μένα, τον κάτοικο της πόλης, που γοητεύθηκα με το ύφος, τον τρόπο και την ομιλία του γέροντα.
Ήμουν μπερδεμένος από εκείνα που κάθε τέλος καλοκαιριού ταράζουν τους ανθρώπους της Πόλης και τους ξαναβάζουν στο σκληρό παιχνίδι της καθημερινότητας, που το καλοκαίρι χαλαρώνει και δημιουργεί ψευδαισθήσεις ότι η ζωή μπορεί να είναι αλλιώς. Στάθηκα όμως στο παγκάκι, είδα το ήμερο γεροντικό πρόσωπο και αναζήτησα απαντήσεις.
«Θες να βρεις την ευτυχία παιδάκι μου; δεν ξέρω το δρόμο της, μα θα σου πω που τη βρήκα εγώ. Εδώ μεγάλωσα σε αυτό το όμορφο χωριό έφυγα μόνο για να υπηρετήσω την πατρίδα. Εδώ ανάμεσα σε αυτές τις καταπράσινες πλαγιές, πέρασα τα χρόνια μου δουλεύοντας στα χωράφια. Πότε στο όργωμα, άλλοτε στο σκάλο, μετά στον θερισμό. Στον τρύγο, κόβοντας ξύλα ή φροντίζοντας τα ζώα. Παλεύοντας με τη φύση, στα καλά και στα άσχημα της, με λίγα , με εκείνα που είχαμε. Δικό μας ψωμί, δικά μας τα κηπευτικά , τα φασόλια, τα ρεβίθια, οι φακές, το κρασί απ’ τα αμπέλια μας, το γάλα, το τυρί, το βούτυρο, αγνά από τα ζωντανά μας. Καθαρά, χωρίς φάρμακα, χωρίς ορμόνες, με γεύση κανονική σε μέγεθος σωστό, όπως τα φτιάχνει ο καιρός, όπως τα μεγαλώνει το χορτάρι και ο ήλιος. Λεφτά δεν είχαμε ποτές πολλά, δεν μας έλειψαν κιόλας, ούτε που τα ζηλέψαμε. Τα παιδιά, έξι ζωή να ‘χουνε τα αναθρέψαμε καλά, πήγανε στο σχολείο, έφυγαν στην Αθήνα και στο εξωτερικό, πρόκοψαν, έχουν αμάξια, σπίτια, δουλειές, αλλά, να σου πω την αλήθεια, στενοχωριέμαι. Τα βλέπω αναστατωμένα σαν και σένα όλο έγνοιες και σκοτούρες και σκέφτομαι αν έκανα καλά και δεν τα κράτησα εδώ στο χωριό, κοντά μου. Αρχόντοι θα ‘τανε τώρα. Θα είχανε το χωριό δικό τους, αν κράταγαν και τα δικά μου χούγια, νοικοκυραίοι μεγάλοι θα γίνονταν. Να σου πω το μυστικό ποιο είναι. Απλή ζωή, περπάτημα πολύ, δουλειά χειρωνακτική, αλλά με σύστημα και αγάπη. Όχι το έργο για το έργο. Με μεράκι το όργωμα, το κλάδεμα με πόνο για τ’ αμπέλι, ο σκάλος μερακλίδικος, τα ζώα με αγάπη και υπομονή. Και τους ανθρώπους με καλωσύνη. Μη σε πιάνουν ποτές εγωισμοί και φανατισμοί. Δώσε, άμα θες να πάρεις και τέλος πάντων, δώσε τόπο στην οργή, όλα έχουν την εξήγηση τους. Άμα γνωρίζεις, μπορείς και να καταλαβαίνεις τον κόσμο καλύτερα και να ξέρεις πως τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία, ούτε και τα αξιώματα.
Η απλή ζωή και η ανεκτικότητα δίνουν τη χαρά, γεμίζουν τη ζωή. Έτσι πορεύτηκα στη ζωή μου και πιστεύω ότι βρήκα την ευτυχία μου»
«Να ‘ σε καλά μπάρμπα Θοδωρή του είπα, σ’ ευχαριστώ για όσα μου είπες» Έμεινα για λίγο σιωπηλός, το βλέμμα μου έψαξε στα γύρω βουνά μήπως και δω αυτό που κοιτούσε ο μπάρμπα Θοδωρής, αλλά δεν τα κατάφερα. Τον αποχαιρέτησα και έφυγα για να ξαναβρώ τον κόσμο μου, που θέλω αλλά δεν μπορώ να αρνηθώ, ούτε να ξεπεράσω.
- Οι παραπάνω σοφές σκέψεις του μπάρμπα Θοδωρή Κρεμαστιώτη γέροντα, πόσο ρεαλιστικές και σωστές φαντάζουν στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα, στην γενική κρίση, που περνά η πατρίδα μας! Ας τις κρατήσουμε σαν οδηγό στη ζωή μας.
Ν.Α.Δ
ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ
Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα κατά βάση στο χωριό που γεννήθηκα την Κρεμαστή. Υπήρχε τότε στο χωριό μία μαμή η θειά Παμινώνταινα που ξεγεννούσε όλες τις γυναίκες στο χωριό Η προσφορά της στο χωριό υπήρξε ανεκτίμητη. Οι γυναίκες όταν έρχονταν οι πόνοι λίγο πριν γεννήσουν κρέμονταν στην πόρτα της γωνιάς. Η παιδική θνησιμότητα ήταν πολύ μεγάλη . Πολλές γυναίκες γεννούσαν όταν γυρνούσαν πεζές από το καμάτι. Σημειώνω ότι τα χρόνια εκείνα η θέση της γυναίκας ήταν για κλάματα δεν μιλάω μόνο για πολιτικά δικαιώματα αφού αυτά ήτα ανύπαρκτα. Ανάσταιναν τα παιδιά δούλευαν στα χωράφια φρόντιζαν τους γέρους δεν πήγαιναν στην αγορά και στα μαγαζιά Αυτά να τα λαμβάνουν υπόψη οι νοσταλγοί του παρελθόντος. Θα αναφερθώ τώρα στους ξενιτεμένους που αν και περνούσαν δύσκολα στην ξενιτιά δεν ξεχνούσαν τους συγγενείς στο χωριό και πρόσφεραν πάρα πολλά χωρίς κάποια ανταμοιβή αναφέρω μια περίπτωση από τις πάρα πολλές. Όταν πέρναγε κάποιο αεροπλάνο από το χωριό έβγαινα στην αυλή και φώναζα .Μπάρμπα Αριστείδη πέτα μου ένα ζευγάρι παπούτσια γιατί είμαι ξυπόλυτος Ο Αριστείδης Ζώταλης έφυγε περίπου 10 χρονών για την Αμερική .Είχε έρθει ένας γείτονας που ζούσε στην Μινεσότα και ζήτησε από τον παππού ένα παιδί να το πάρει στην Αμερική .Έτσι ο θείος Αριστείδης πήγε στην Αμερική έστελνε βοήθεια στους γονείς του προίκισε τις αδελφές του με τον άλλο μου θειο Νίκο αυτός πήγε στην Αργεντινή . Όταν έγινε κοντά στα 90 πήγε και τον βρήκε η αδελφή μου, μιλούσε άψογα τα ελληνικά θυμόταν τα πάντα από το χωριό ακόμα και τα δρομάκια που περπάταγε μικρός. Όταν πήγαινα στο Δημοτικό ήμασταν πάνω από 200 παιδιά. Διαβάζαμε με το λυχνάρι και πηγαίναμε στο σχολείο πρωί απόγευμα όταν χτυπούσε η καμπάνα. Σε τραγική θέση ήταν τα παιδιά των κτηνοτρόφων γιατί το χειμώνα πήγαιναν στα χειμαδιά και έτσι άλλαζαν σχολείο και δεν τους έδιναν σημασία στα χωριά του κάμπου . Αυτά τα κρεμαστιωτάκια σήμερα είναι οι πρώτοι νοικοκύρηδες σε αυτά τα χωριά . Βέβαια όλα τα παιδιά πηγαίναμε ξυπόλυτα στο σχολείο. Αν φορούσαμε καμιά φορά αρβύλες αυτές ήταν ασήκωτες . Από το σπίτι παίρναμε και ένα ξύλο για θέρμανση και για το βράσιμο του γάλακτος,. Υπήρχαν και τα συσσίτια γάλα βούτυρο τυρί. Οι απείθαρχοι μαθητές πέραν του ξυλοδαρμού έμπαιναν και νηστεία στον υπόγειο του σχολείου και όταν έβγαιναν ήταν κατουρημένοι από το φόβο στο σκοτάδι. Ο εκκλησιασμός ήταν υποχρεωτικός. Εγώ προσωπικά σαν καλός μαθητής έλεγα και το πιστεύω που ήταν πιο δύσκολο από το πάτερ υμών. Οι γονείς μου πήγαιναν Οκτώβριο Νοέμβριο Δεκέμβριο για καμάτι και ελιές στην ντούκα και μείς τα τρία αδέλφια μέναμε με τη γιαγιά . Θυμάμαι ότι με ένα αυγό με αλεύρι τρώγαμε τρία παιδιά. Όταν έριχνε χιόνι αυτό έμπαινε από τη σκεπή επειδή ήτα από καλάμια το σπίτι όταν δε μπουμπούνιζε η γιαγιά μας φώναζε . Ογλήγορα στο εικονοστάσι διαβάστε την αγία επιστολή . Θα ήθελα κλείνοντας να σας πω ένα κρεμαστιώτικο τραγούδι :
Όλα τα λεβεντόπαιδα βγήκαν να σεργιανήσουν
Μόνο της χήρας το παιδί δεν πάει να σεργιανήσει
Παιδί μου για δεν σεργιανάς με τα άλλα παλικάρια
Μάνν άλογο δεν έχω εγώ να πάω να σεργιανήσω
Πέντ άλογα έχω στο βαλμά όποιο σ αρέσει πάρε
Μάνν άλογο δεν θέλω γω να πάω να σεργιανήσω
μόνο μια νέα π αγαπώ γι αυτή θα ξεψυχήσω
Ζώταλης Νίκος
ΟΣΑ ΤΡΑΓΙΚΑ ΕΙΔΑ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ (1940 – 1950)
(Αφήγημα για ενημέρωση των νεώτερων και μελλοντικών γενηών Κρεμαστιωτών)
Άρχισα να καταλαβαίνω και να μπορώ να αφηγούμαι γεγονότα του χωριού από το 1942, στα τέσσερα μου χρόνια.
Τότε το χωριό μας ήταν σε πληθυσμιακή ακμή, πάνω από 1.200 κατοίκους. Οικογένειες πολυμελείς, από 7-10 άτομα.
Κάποια μέρα της περιόδου εκείνης (1942), στον ουρανό του χωριού είδα καπνούς, και ρώτησα τη μάνα μου γι’ αυτό. Μου είπε, φοβισμένη ότι οι Γερμανοί καίνε τα σπίτια στον Αη Δημήτρη, διπλανό χωριό, που οι Κρεμαστιώτες αγαπούν ιδιαίτερα. Τα αποκαΐδια ανάσαινα επί 4-5 ημέρες και όλα τα σπίτια του χωριού κάηκαν , καταστράφηκαν.
Μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό μου Χρύσανθο, βγήκαμε στην κορυφή της ράχης να δούμε τις φωτιές. Βλέπαμε πυκνούς καπνούς
Μετά από λίγες μέρες είδα να κατεβαίνουν από τη ράχη και να περνάνε μπροστά από το σπίτι μας σε παράταξη Γερμανοί στρατιώτες τραγουδώντας και χαιρετίζοντας. Μπροστά τους ένα επιταγμένο κοπάδι από αρνιά. Συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του χωριού. Στο χωριό είχαν μείνει οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά. Οι άνδρες είχαν φύγει τη νύχτα στα βουνά του χωριού, φοβούμενοι τους Γερμανούς, ναζί.
Την επόμενη μέρα ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στο σπίτι μας ένας στρατιώτης οδοντογιατρός με τα μηχανήματα του οδοντιατρείου και 3 στρατιώτες, που μιλούσαν Ελληνικά και προσπαθούσαν να μου μάθουν γράμματα από το αναγνωστικό της Α’ Δημοτικού. Το βράδυ της ίδιας ημέρας Γερμανοί στρατιώτες μπήκαν βίαια στο υπόγειο της ταβέρνας μας με τα βαρέλια κρασιού, ήπιαν κρασί και μέθυσαν και στη συνέχεια τους τσάκισε στο ξύλο ο Διοικητής τους για την πράξη τους αυτή.
Στη κατοχή (1941-1944) όσοι Κρεμαστιώτες είχαν δικούς τους ανθρώπους που μέναν στην Αθήνα, ζύμωναν και τους έστελναν κοφίνια με παξιμάδια, γιατί πέθαιναν από την πείνα. Είχα δει γράμμα (σε πακέτο από τσιγάρα, γιατί δεν υπήρχε χαρτί) που είχε στείλει στην μάνα μου και αδελφή του Φίλε ο θείος μου Λεωνίδας Πουλάκης (φοιτητής στην Αθήνα) και έγραφε «Φίλε πεθαίνουμε, στείλε μας παξιμάδια».
Μετά από 2-3 μέρες πέθανε από τις κακουχίες της κατοχής.
- Οι οικογένειες για να εξασφαλίσουν τα βασικά είδη διατροφής, ύστερα από φοβικές φήμες για κατάσχεση τους, από τους Γερμανούς κατακτητές τα έκρυβαν με διαφόρους τρόπους.
- Θυμάμαι ότι στη μάντρα του σπιτιού είχαμε ανοίξει μεγάλο λάκκο και τοποθετούσαμε τη λαήνα με το λάδι του σπιτιού.
- Στα κατώγια των σπιτιών στο χώρο της καμάρας αποθήκευαν τρόφιμα, (αλεύρι, φακές, κρασί), τη ραπτομηχανή του σπιτιού. Μια τέτοια δουλειά είχα παρακολουθήσει στο σπίτι του Βασ. Παπαμιχαλόπουλου (Μπιλ).
- Στις 12 του Οκτώβρη 1944, είχα δει τον Λευτέρη Παπαμιχαλόπουλο, και τον Βορηα ανεβασμένους στην τελευταία καμπάνα στο καμπαναριό και χτυπούσαν τις καμπάνες με πάθος, γιατί γιόρταζαν την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Όλο το χωριό στη πλατεία, οι άνθρωποι του έλαμπαν από χαρά.
- Μαζί με άλλα παιδιά της γειτονιάς μας από την αυλή του Σχολείου που παίζαμε ακούγαμε ντουφεκιές από τη περιοχή της «Μούσγκας». Μάθαμε από τον Πέτρο Γκλιάτη ότι οι αντιστασιακοί της περιοχής εκτέλεσαν 8 Γερμανούς στη θέση «ΛΙΟΦΑΤΑ».
Εκείνα τα χρόνια της κατοχής είχαν ξεμείνει (αιχμάλωτοι του πολέμου) στο χωριό 5-6 Ιταλοί στρατιώτες, που τους είχαν πάρει στα σπίτια τους σαν εργάτες ορισμένες οικογένειες του χωριού. Αξέχαστοι ο Ιωσήφ, ο Βιτόριο, για την εργατικότητα τους και την αγάπη τους στους Έλληνες.
Θυμάμαι την ημέρα της αναχώρησης τους από το χωριό για την πατρίδα τους την άνοιξη 1945, οδοιπορώντας στις κορδέλες της ράχης, και ανεμίζοντας αποχαιρετιστήρια τα μαντίλια τους και φωνάζοντας δυνατά «Μπέλα Γκρέτσια». Ο μπάρμπα Μήτσος Ταμβάκος συγκινημένος, τους αντιχαιρετούσε κουνώντας μαντήλι.
Στα χωράφια μας στο Μούτσο είχαν έλθει και κρυβόντουσαν 20-30 άτομα, αριστεροί από τα χωριά του Κάμπου (Σκάλα, Λεβέτσοβα), φοβούμενοι τους Γερμανούς. Πολλοί από αυτούς ήταν επιστήμονες (γιατρός Γιωργιλάκος, δικηγόρος Καμπουλάκος, ο μπάρμπα Ανδρέας από Λεβέτσοβα που έμενε στο χωριό στο διπλανό σπίτι του μπάρμπα Παναγιώτη Παναρίτη).
- Πιτσιρίκια της γειτονιάς αυτήν την περίοδο, ακούγαμε αναγγελίες με το χωνί για ομιλία στο χωριό από ομιλητές του Ε.Α.Μ και πηγαίναμε στην πλατεία να δούμε τη συγκέντρωση.
Από την άνοιξη του 1946 μέχρι την άνοιξη του 1950 ζήσαμε τον εμφύλιο πόλεμο της Ελλάδας.
Σε ένα διάλειμμα του Σχολείου τον Μαϊο 1946, ακούσαμε πυροβολισμούς στην κορυφή της Ράχης και μάθαμε ότι σκοτώθηκε ο Γιάννης του Εύζωνα (Καραγκιοζάκος). Από ότι μου διηγήθηκε η μάνα μου, τη προηγούμενη μέρα είχε πάει στον «Γκιότσάλι» για να μαζέψει άγρια χόρτα και στην επιστροφή της στη ράχη συνάντησε έναν αντάρτη (Γούσγουλας από Αη Δημήτρη) που της έδωσε ένα γράμμα για να το δώσει στον Γιάννη. Η μάνα μου έδωσε το γράμμα στον παραλήπτη και του το διάβασε. Με το γράμμα αυτό ο αντάρτης τον καλούσε σε φιλική συνάντηση την επόμενη μέρα στη ράχη. Πράγματι πήγε στο σημείο συνάντησης και μετά από συζήτηση και κίνηση επιστροφής πυροβολήθηκε από τον αντάρτη και έπεσε νεκρός.
Ο εμφύλιος άρχισε από τον Μάρτιο 1946. Στην περιοχή μας στον Πάρνωνα είχαν συγκεντρωθεί οι πρώτες δυνάμεις ανταρτών (Λάτση, Γρεκεζές) και στα Νιάτα, Ρηχιά αντίπαλες δυνάμεις τα τάγματα Μπρατίτσα (ΧΙΤΕΣ) .
Στο χωριό έμπαιναν πολλές φορές, στη διάρκεια της ημέρας αντάρτες (Φοραντζής από Αη Βασίλη, Κατούμενος από Κουπιά) ένοπλοι, με τις; Χειροβομβίδες στη μέση. Τα πιτσιρίκια τα πλησιάζαν, τα χάϊδευαν και μεις πιάναμε τις χειροβομβίδες με απορία ερευνητή). Στα μέσα του 1947 στο σπίτι του Πετρομανίκη εγκαταστάθηκε ομάδα ανταρτών επ’ ονόματι του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, η οποία έγραφε διάφορες ανακοινώσεις και της αναρτούσε στην πόρτα του μαγαζιού, για τον αγώνα τους και την αναμενόμενη νίκη τους.
Θυμάμαι ένα βράδυ του χειμώνα ήλθε μεσάνυχτα στο σπίτι μας ο αντάρτης Μιχάλης Μανούσος, ψηλός, με ξανθά γενειάδα, αρματωμένος επιβλητικός και ζήτησε ψωμί και τρόφιμα. Έφυγε τρέχοντας μέσα στη νύχτα κατά το «Μαρί».
- Ένα πρωινό του Σεπτεμβρίου 1947, μάθαμε ότι εκτελέσθηκε από τους αντάρτες στις Ντένιζες ο Μπάρμπα Γιάννης Πουλάκης (Γαρούφης), πατέρας 13 παιδιών. Μαζευτήκαμε παρέα 3-4 παιδιά αι πήγαμε στις Ντένιζες να δούμε τον σκοτωμένο. Σοκαρισθήκαμε από την περιγραφή και τις συνθήκες εκτελέσεις και γυρίσαμε αμέσως στο χωριό.
Οι αντίπαλες παρατάξεις έκαψαν πολλά σπίτια στο χωριό (ανταρτών, χιτών μεταξύ τους ).
- Ένα απόγευμα του 1948 πηγαίνοντας από την αγορά στο σπίτι, όταν έφθασα στου «Μπατσιώνη» (σημερινό σπίτι Αλ. Πριφτάκη) άκουσα συνεχείς ριπές πολυβόλου από την περιοχή της «Ντουσκιάς» που έδιναν εικόνα μάχης. Φοβήθηκα και κρύφθηκα στη μάντρα του Καλάρη. Έμαθα ότι μια ομάδα χιτών μεταξύ των και ο χωριανός μας Γιώργος Ρολογάς εντόπισαν αντάρτες στις Ντένιζες (Κατούμενος και η αδελφή του) και τους πολυβόλησαν, χωρίς να τους σκοτώσουν.
Από το 1948 άρχισε να διαγράφεται νίκη του Εθνικού Στρατού όπως διαβάζαμε στα επίκαιρα (εικόνες) που αναρτούσαν οι μαγαζάτορες με ευθύνη του Προέδρου της Κοινότητας.
Στα «ΦΑΚΙΝΑ» το πλοιάριο φορτωμένο στην Αλβανία με οπλισμό για τους αντάρτες του Πάρνωνα, βυθίσθηκε από το πολεμικό Ναυτικό.
Ο χειμώνας 1948-1949 στην Περιοχή μας ήταν βαρύς. Χιόνια 4-5 μέτρα στα ορεινά, που κράτησαν μέχρι τον Απρίλιο 1949.
Το Γενάρη του 1949 έγινε η μάχη Λεωνιδίου και η μάχη Αγίου Βασίλη. Οι αντάρτες είχαν μεγάλες απώλειες, που σήμαναν την αρχή της ολοκληρωτικής ήττας τους.
Ένα απόγευμα του Γενάρη 1949, το χιονισμένο χωριό κατακλύσθηκε από Λοκατζήδες. Ερχόντουσαν από πολλές κατευθύνσεις «Ράχη», «Μαραντάκι», «Μαρί» . Οι στρατιώτες της 9ης ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ, πεινασμένοι και κουρασμένοι (πορεία 10ωρών μέσα στο χιόνι από Αη Βασίλη) μπήκαν στα μαγαζιά της αγοράς και έτρωγαν ότι υπήρχε (Ρέγγες, σαρδέλες, λουκάνικα, στραγάλια, κονσέρβες). Τη νύχτα κοιμήθηκαν στο σχολείο και σε διάφορα σπίτια. Για πρώτη φορά είδαμε ραδιόφωνο, με μπαταρίες υγρού (αυτοκινήτου) που εγκατέστησαν στο μαγαζί του Αν. Μανική). Οι πρώτες ειδήσεις που άκουσα «Συνεχίζονται οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή Κρεμαστή – Μπελεχέρι». Το Διοικητήριο (Διοικητής ο Αντισυνταγματάρχης Πέτρος Δρακουλαράκος) στο σπίτι του Παπακώστα.
Τη νύχτα επιστρατεύοντας Κρεμαστιώτες για οδηγούς έστηναν ενέδρες στις αγροτοκαλύβες της περιοχής (Τούμπαλι, Λαμποκάμι) και συλλάμβαναν αντάρτες εξουθενωμένους, Ρακένδυτους, τους οποίους μετέφεραν στο χωριό για τα περαιτέρω.
Θυμάμαι ένα βράδυ που στο υπόγειο της ταβέρνας μας είχαν μεταφέρει 15 αντάρτες μικρής ηλικίας, τους ψέκαζαν και τους έριχναν σκόνη για τις ψείρες. Την επομενη τους έστελναν στην Τρίπολη (έδρα μεραρχίας).
Τον Αύγουστο 1949 τερματίσθηκε ο εμφύλιος, με νίκη του εθνικού Στρατού.
Θυμάμαι έντονα την αγωνία οικογενειών, που κάθε βράδυ πήγαιναν στο ταχυδρομείο (μαγαζί Ι. Παναρίτη) μήπως έχουν γράμμα από το παιδί του στο μέτωπο (Γράμμο-Βίτσι). Δεν θα ξεχάσω μια Κυριακή του Αυγούστου 1948, που ήλθαν δύο τηλεγραφήματα από Μονάδες του Στρατού, που πληροφορούσαν τους Πατεράδες για το θάνατο των παιδιών – στρατιωτών (Π. Μανίκης, Ι Τσορομώκος) και τον σπαραγμό των οικογενειών τους.
Ένα απόγευμα στη ταβέρνα του μπάρμπα Γιάννη Παναρίτη (σημερινό μαγαζί Π. Παυλάκη), που ήταν αντιπρόσωπος του ταχυδρομείου, είχαν συγκεντρωθεί πολλοί Κρεναστιώτες γιατί θα άνοιγε το ταχυδρομείο. Περίμεναν γράμματα από τους στρατιώτες και από τους ομογενείς της Αμερικής. Ο μπάρμπα Γιάννης φώναζε δυνατά τα ονόματα των παραληπτών.
Σε μία στιγμή υποχώρησε το ξύλινο πάτωμα του μαγαζιού και οι συγχωριανοί έπεσαν στο κατώι (υπόγειο) στο οποίο ο μπάρμπα Λέος Παπαμιχαλόπουλος είχε τις κατσίκες και τα γουρούνια του σπιτιού . Εικόνα κόλασης πραγματικής, φωνές, βελάσματα, κατάγματα στα πόδια.
Από τον Απρίλιο 1949 μέχρι τις αρχές του 1950 στη περιοχή μας εγκαταστάθηκαν τμήματα χωροφυλακής για την ασφάλεια της περιοχής και οριστική εξουδετέρωση των ανταρτών.
Επικεφαλής των τμημάτων ο ανθυπομοίραρχος Παν. Μαυροειδής
Το τμήμα στρατωνίζονταν στα σπίτια του Πέτρου Μανίκη και του Σαλιμπούρδα.
Στο σπίτι του Πετρομανίκη είχαν εγκαταστήσει τον ασύρματο με χειριστές τους χωροφύλακες, Μπουζούρα και Καλαμάρα.
Παρέες από πιτσιρίκια, πλησιάζαμε το σπίτι και ακούγαμε τα εκπεμπόμενα σήματα και μαθαίναμε νέα της περιοχής.
Από το 1950 άρχισε η ήρεμη ζωή στο χωριό. Επανήλθαν από την Αθήνα όσο έφυγαν στη διάρκεια του εμφυλίου, ανακαίνισαν τα σπίτια τους και άρχισαν γεωργικές εργασίες του χωριού.
Θεωρώ ότι γενηά μας, που έζησε σ’ αυτά τα πέτρινα χρόνια, και μέσα στους καπνούς των πολέμων, στάθηκε και τυχερή, γιατί επέζησε, βίωσε καταστάσεις δύσκολες, συγκλονιστικά γεγονότα, είδε συμπεριφορές διχαστικές, είδε τους γονείς και τις οικογένειες τους μαχητικούς, υπομονετικούς, εργατικούς και τίμιους, και έτσι οπλίσθηκε με τα εφόδια εκείνα που κατακτούν τις πραγματικές αξίες και το αληθινό νόημα της ζωής.
Ν.Α.Δ
Ο ΛΑΧΑΝΟΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ (ΜΝΗΜΕΣ)
- Σε μία χειμωνιάτικη πρωινή μου βόλτα προς Κρυόβρυση – Παληάμπελα, αγναντεύοντας τη περιοχή ήρθαν στο νου μου ένα σωρό αναμνήσεις γύρω από τους λαχανόκηπους του χωριού και τους ανθρώπους που τους φρόντιζαν και τους φύλαγαν, εκείνα τα δύσκολα παιδικά μου χρόνια (1945 – 1955).
- Στα πόδια του χωριού σε μια έκταση μικρή (περίπου 200 στρέμματα) υπάρχουν περίπου 500 λαχανόκηποι με μέση επιφάνεια 400 τετραγωνικά ο καθένας και που εδώ και πολλά χρόνια, είναι σε συνεχή αναγκαστική αγρανάπαυση (χέρσοι).
- Οι περισσότερες οικογένειες του χωριού είχαν και καλλιεργούσαν ένα λαχανόκηπο, για να καλύψουν τις βασικές διατροφικές ανάγκες τους.
- Οι εποχικές εργασίες και καλλιέργειες ολοχρονίς ήταν οι ακόλουθες.
α. Μάρτης: Σκάψιμο βαθύ, με τη τσάπα και το χώμα σε «κουκούρια»
β. Απρίλης: Προετοιμασία για το φύτευμα της πατάτας. Σπάσιμο και ισοπέδωση των κουκουριών, ανάμειξη με το φουσκί (που ήταν στην άκρη του κήπου αποθηκευμένο από το χειμώνα) άνοιγμα των αυλακιών με τη τσάπα.
Μικρές βραγιές στις γωνίες του κήπου ήταν για βλίτα, ή κολοκυθιές, η ραδίκια.
γ. Απρίλης: φύτευμα του σπόρου της πατάτας, σπορά λαχανικών
δ. Απρίλης – Ιούλιος: Βοτάνισμα, πότισμα της πατάτας και των βραγιών
ε. Αύγουστος: Συγκομιδή της πατάτας αποθήκευση στο σπίτι για τις ανάγκες της χρονιάς (πατάρι στις τράβες της σκεπής του σπιτιού)
στ. Σεπτέμβρης: Προετοιμασία του εδάφους για σπορά λαχανικών [ραδίκια, μαρούλια, βογγύλια (ραπανάκια), μάπες] για τις ανάγκες φθινοπώρου – χειμώνα.
- Οι λαχανόκηποι ποτίζονταν από τις παρακάτω πηγές:
- Κεντρική βρύση
- Χαβούζα Αη Νικόλα
- Χαβούζα Κρυόβρυσης
Υπήρχε χωμάτινο δίκτυο (αυλάκια) άρδευσης των λαχανόκηπων που το διαχειρίζονταν ο κοινοτικός κηποφύλακας.
- Η φύλαξη των λαχανόκηπων και η διαχείριση του νερού άρδευσης γίνονταν από τον κοινοτικό κηποφύλακα. Αυτός ειδοποιούσε τους ιδιοκτήτες για την ώρα που έπρεπε να ποτίσουν τους κήπους τους (νύχτα, μέρα).
- Από τους κηποφύλακες θυμάμαι έντονα:
- Τον Παν. Παρδάλη (Στύλο)
- Τον Γεωρ. Κοσμά (Ντερβένη)
- Τον Γιάννη Κοσμά (Ξυνό)
- Τον Γ. Ταμβάκο (Γιωργίκο)
- Τον Κ. Ζώταλη (Μπάλα)
Η ετήσια αμοιβή τους ήταν σε είδος (στάρι)
- Η αγάπη και η καλλιεργητική φροντίδα της κάθε οικογένειας για τον μικρό «κηπάκο» που ήταν σαν μια μεγάλη «παρεστιά» ήταν αξιοθαύμαστη και διδακτική.
Με αυτή κατάφεραν να εξασφαλίζουν την διατροφή τους όλο το χρόνο (πατάτες, κολοκύθια, λάχανα ημέρας, μέχρι να βγουν τα άγρια στα βουνά) αλλά και το χορτάρι των οικιακών ζώων τους, (ζα, γίδες, κότες). Μια σταλιά τόπος τι έδινε!. Όλα τα προϊόντα μοσχοβολούσαν.
Θυμάμαι μέρες, που στο χτίρι της βρύσης ήταν αδιαχώρητο για τις νοικοκυρές, που έπλεναν λάχανα για μαγείρεμα και φόρτωναν βαρέλια με νερό για το σπίτι.
Ένας κηπάκος μικρός, φροντισμένος με ζήλο και αγάπη, χωρίς λιπάσματα, μόνο με την κοπριά από τα ζα, έφτανε τότε για να θρέψει μια φαμίλια 8-10 ατόμων, όλο το χρόνο, με τα νόστιμα και υγιεινά προϊόντα του.
- Τα σημερινά περιβαλλοντικά προβλήματα (μόλυνση), η ανάγκη συνεχούς ψεκασμού καλλιεργειών σε μολυσμένα εδάφη, οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, η παγκόσμια οικονομική κρίση απειλούν έντονα την σημερινή κοινωνία και βγάζουν απαισιόδοξα μηνύματα.
- Μήπως πρέπει να ξαναζωντανέψει ο παλιός λαχανόκηπος που έθρεψε τόσες γενιές Κρεμαστιωτών με τα γνήσια προϊόντα του;
Η νέα γενιά που κληρονομεί τους κήπους ας έχει την πρόνοια να τους διατηρήσει.
Ν.Α.Δ
ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ
Σαν τέλειωσα το Δημοτικό στην Κρεμαστή συνέχισα το Γυμνάσιο στο Λενίδι. Η επιλογή ήταν ανάμεσα Μολάους και Λενίδι. Η πρόσβαση στο Λενίδι ήταν πιο δύσκολη από τους Μολάους και πηγαίναμε λίγα αγόρια τα επονομαζόμενα και παιδιά .Για κορίτσια δεν το συζητώ ήταν ανύπαρκτα παρότι πολλά από αυτά είχαν φοβερές δυνατότητες. Με τη Χρυσούλα την Παυλάκη παλεύαμε για την πρώτη θέση στα μαθήματα. Κριτήριο για την επιλογή του Λεωνιδίου ήταν τα αυστηρά του έθιμα. Βέβαια τον πρώτο καιρό που πήγα …πιασαν… μια μαθήτρια με ένα μαθητή από το Πηγάδι. Θυμάμαι ότι έγινε μεγάλος σάλος και όταν ο Γυμνασιάρχης κάλεσε τον πατέρα του από το Πηγάδι αυτός είπε εγώ τα άλογα τα έχω αμολητά οι άλλοι να δέσουν τις φοράδες. Δεν θα αναφερθώ στις επιδόσεις μου σαν μαθητής. Από την Κρεμαστή πηγαίναμε τότε στο Λενίδι εγώ ο Παναγιώτης Λεγάκης ο Ανδρέας Ππαπαμιχαλόπουλος ο Παναγιώτης Λάβας .Με τον Παναγιώτη το Λεγάκη είμαστε συγκάτοικοι .Ήταν στην αρχή μεγάλο ζιζάνιο και κακό ς μαθητής. Θυμάμαι όταν μάλωσα με τον Αχ. Τραιφόρο από τον Κοσμά πήρε όπως πάντα το μέρος μου και τον αγρίεψε φωνάζοντας . Θα σου ανάψω καμιά. Οπότε ο Αχιλλέας του φώναξε ¨Άναψε μου να ιδούμε τι σπίρτα έχεις. Κάτι αντίστοιχο θυμάμαι στη Κρεμαστή. Παίζαμε ποδόσφαιρο στο σχολείο και ο Κώστας Πουλάκης του απέκρουσε ένα πέναλτι 5 φορές Τότε ο Παναγιώτης τον μερεμέτισε κατάλληλα. Ο Παναγιώτης Λεγάκης στη συνέχεια έγινε πολύ ήσυχος και πρώτος μαθητής με διαφορά στην τάξη του. Ακόμα έγινε πρωταθλητής στο στίβο στο Γυμνάσιο Είχε όμως ένα ελάττωμα ήταν Παναθηναϊκός. Στο Λενίδι μας πήγαιναν όπως τους ταξιδιώτες που πήγαιναν σον Πειραιά με το καράβι από την Πλάκα. με τα μουλάρια στα Πελετά και από κει με το ταξί του Πονηρού στο Λενίδι. Μέχρι να έρθει ο Πονηρός οι συνοδοί μας τα έτσουζαν στην ταβέρνα και πολλές φορές το έριχναν στο χορό τον οποίο άνοιγε ο παππάς του χωριού. Αν δεν ερχόταν ο πονηρός συνεχίζαμε με τα μουλάρια η πεζοί. Στη Κρεμαστή πηγαίναμε στις διακοπές το καλοκαίρι το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Η επικοινωνία τότε ήταν δύσκολη. Γινόταν με επιστολή – γράμμα – η τηλεγράφημα. Κάποιος ήθελε ερχόμενος από Πειραιά να του στείλουν δύο μουλάρια για τη μεταφορά από Πελετά στην Κρεμαστή Οπότε τηλεγράφησε Μεθαύριο ερχόμαστε ζώα δύο. Με τους γονείς επικοινωνούσαμε με επιστολές –γράμματα. Σημειώναμε στ o Φάκελο –δια μέσου Κοσμά Τα καλοκαίρι και τις διακοπές είμαστε στη Κρεμαστή. Πολλά παιδιά μαζί. Στο σχολείο παίζαμε ποδόσφαιρο συνήθως Ολυμπιακός Παναθηναϊκός. Ο κάθε ένας είχε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ο Τάσος ο Γκιουζέλης εθεωρείτο ο καλλίτερος έξω αριστερά ασχέτως αν αγνοούσε τη λέξη σέντρα η πάσα . Εγώ με το Μιχάλη το Δούνια διαπρέπαμε στην άμυνα Ο Κώστας ο Πουλάκης ελλειψει άλλου ήταν ο καλλίτερος τερματοφύλακας. Ο Γιώργος ο Μπέλεσης Ο Γρηγόρης ο Πουλάκης ο Κώστας Λάβας ήταν χαραχτηριστικά ταλέντα της ποδοσφαιρομάνας Γούρνας .Εκτός από την ποδοσφαιρική είχαμε και την μουσική ομάδα τα ίδια άτομα τραγουδούσαμε στον άγιο Νικόλα .Γιατί μόλις νύχτωνε αλλάζαμε πάλι ομάδα. Το πρωί είχε δουλειά στα χτήματα για τους πιο πολλούς . βέβαια αναφέρθηκα σε λίγους και παρέλειψα πολλούς.
Ζώταλης Νίκος
ΜΙΑ ΑΞΕΧΑΣΤΗ ΕΚΔΡΟΜΗ ΤΟΥ 1976 ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ
Όντας νέοι είχαμε δημιουργήσει στη Κρεμαστή Λακωνίας άριστες σχέσεις μεταξύ μας . Η διαφορετικότητα αντί να μας χωρίζει μας ένωνε ισχυρά. Κάποιοι από μας λειτουργούσαμε… πιο επαναστατικά . Μάλιστα μια μεγάλη Παρασκευή μετά τον επιτάφιο κλειδωθήκαμε σε μαγαζί στην πλατεία και … κάναμε πρόωρη Ανάσταση. Θυμάμαι τον αείμνηστο Παναγιώτη Τζάκα που μας υπεραγαπούσε να μας λέει με το σπάνιο του χιούμορ … Βαράτε τις καμπάνες να μαζευτεί ο κόσμος με τα ξινάρια για να γκρεμίστε την εκκλησία… Βέβαια κάποιοι άλλοι δυστυχώς το έκαναν με τη δική τους διαχρονική λογική και μάλιστα με …φουρνέλα ντάλα μεσημέρι . Σε Γενική συνέλευση αργότερα στη πλατεία του χωριού αναφέρθηκα αναλυτικά στο γκρέμισμα της πανέμορφης παλιάς ρυθμού βασιλκής σπάνιας εκκλησίας στο πέταγμα του τέμπλου στα σκουπίδια και συνάντησα την έντονη αντίδραση των ίδιων διαχρονικά κύκλων . Μια βραδιά λοιπόν στα σφεντάμια του Αι Νικόλα προτείναμε κάποιοι ι από μας να κάνουμε μια εκδρομή στο Μαρί μέσα από το πλατανόρεμμα . Αφού κάναμε περιγραφή της διαδρομής Άγιος Γιώργης - Κρεμαστιώτικα αμπέλια μέσα από το Ρέμα με τα πλατάνια τα σπάνια κέδρα τις πικροδάφνες τις βάγιες, που είχαμε εγκλωβιστεί κάποτε των Βαΐων και τρομάξαμε να βγούμε με τον Τάσο το Γκιουζέλη και κάποιον άλλον που ξεχνώ , τα τρεχούμενα νερά, τα τεράστια βράχια, το σημείο με τον συνεχόμενο αντίλαλο –το οποίο αξίζει να το επισκεφθεί κανείς σήμερα γιατί έχει σπάνια ηχητική ομορφιά – τις πηγές του κεφαλόβρυσου και τόσα άλλα. Βέβαια αν είχε γίνει ένα μονοπάτι θα ήταν ένα έργο ασύγκριτης ομορφιάς με πολλά οφέλη για το χωριό. Τη διαδρομή αυτή την είχα κάνει μία φορά μικρός που ήμουνα στο κτήμα στο Μαρί δραγάτης και περιβολάρης και είχε χαραχτεί η ομορφιά της έντονα στη μνήμη μου. Με ένα ταγάρι η τράστο με το οποίο μετέφερα κάποια πράγματα έκανα τη διαδρομή και αναγκάστηκα κάποιες φορές να το κρεμάσω στο λαιμό ώστε να έχω τα χέρια μου ελεύθερα . Η ιδέα μας έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό από όλη την παρέα . ¨Έτσι προχωρήσαμε στην οργάνωση μιας εκδρομής πορείας .Αποκλείσαμε τους άντρες τους μεγαλύτερους από μας βασικά επειδή ήταν δύσκολο να ξεκολλήσουν από τα μαγαζιά και όχι μόνο. Εγώ πήρα μαζί τις ξαδέρφες μου με τα μικρά τους παιδιά. Άλλοι φέραν κορίτσια και αγόρια που ζούσαν στην Αθήναι και παραθέριζαν στο χωριό τα λεγόμενα καρμπέρικα . Η ανταπόκριση και ο ενθουσιασμός δεν περιγράφονται, ¨Ήταν μια μορφή επανάστασης στα συνηθισμένα. ¨Έτσι πήραμε τα μουλάρια …ξηρά τροφή μετά οίνου… όπως πηγαίναμε στην καθιερωμένη εκδρομή σαν μαθητές στον Αγιώργη τη πρωτομαγιά και ξεκινήσαμε τραγουδώντας από το χωριό. Εγώ είχα πάρει την αγαπημένη μου Ψάρα και στη μπίθα είχα βάλλει τον μικρό τότε Μάνο Βροχίδη Ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος μέχρι τις κορουλίμες και ήμασταν όλο τραγούδι και χαρά παρότι κάνα δύο μουλάρια φράκαραν στο ρέμα τα ξεκολλήσαμε και προχωρήσαμε μέχρι τα βράχια του Κοτταρά .Εκεί αρχίσανε τα δύσκολα διότι βλέπαμε ότι ήταν αδύνατη η συνέχιση της πορείας και έτσι αποφασίσαμε μετά από … λαϊκή συνέλευση κάποιοι με τα μουλάρια να γυρίσουν πίσω και οι υπόλοιποι με τα μικρά παιδιά να ανέβουμε περίπου κάθετα από στενό και ανηφορικό σχεδόν κάθετο μονοπάτι και να βγούμε σώοι και αβλαβείς στον κεντρικό δρόμο Κρεμαστής- Μαριού. Οι διοργανωτές δεν ακούσαμε ούτε μια διαμαρτυρία . Αυτό ας το λάβουν υπόψη εκείνοι που διαμαρτύρονται σε κάθε λάθος στις συλλογικές προσπάθειες για το χωριό .Αφού ανασυνταχτήκαμε συνεχίσαμε αντίστροφα για το χωριό τραγουδώντας . ¨Έλα όμως που ενώ μέχρι τότε ο καιρός ήταν θαυμάσιος ξαφνικά άρχισε να βρέχει έντονα και να μπουμπουνίζει και βρεθήκαμε σε δύσκολη θέση. Τότε θυμήθηκα μια σπηλιά κοντά στο δρόμο - από όπου είναι και η φωτογραφία- στην οποία καταφύγαμε .Η θέα από την σπηλιά ήταν φανταστική .Η βροχή συνεχιζόταν έντονα εμείς φάγαμε ήπιαμε χορέψαμε και περάσαμε αξέχαστα . Σε λίγο πρόβαλλαν με ομπρέλες αγριεμένοι από το χωριό που είχαν ανησυχήσει δικαιολογημένα για τον άμαχο πληθυσμό ο οποίος μπαίνοντας μπροστά μαζί και με τα πλατάνια μας … έσωσαν. . Θα κλείσω την ανάμνηση με έναν ωραίο διαχρονικό Νιατιώτικο μύθο που έχω δημοσιεύσει παλιότερα στα ΚΡΕΜΑΣΤΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ και που μου έλεγε η γιαγιά η Φώτω Σαράντη θεϊκή για μένα μορφή το γένος Μπούτσαλη Θα σας πω και ένα κρεμαστιώτικο οικογενειακό τραγούδι που αφιερώνω στους αείμνηστους γονήδες μου Χριστίνα το γένος Σαράντη από τα Νιάτα και Αντώνη Ζώταλη το οποίο τραγουδούσαν και ηχογράφησα μαζί με άλλα το 1976 και τους οφείλω τόσα πολλά. Πρώτα ο μύθος.
Ζούσε κάποτε στα βουνά ένας άδολος τσοπάνος. Μια φορά αποφάσισε να πάει στην εκκλησία στο χωριό μια και ήταν μεγάλη γιορτή. Μπαίνοντας μέσα βλέπει όλους τους εκκλησιαζόμενους να φοράνε… σαμάρια. Ντράπηκε που αυτός ήταν… ξεσαμάρωτος. Γυρίζει ογλήγορα στη στάνη του βάνει απάνω του το σαμάρι του μουλαριού και ντογρού για την εκκλησία . Μπαίνοντας μέσα στην εκκλησία …σαμαρωμένος, οι εκκλησιαζόμενοι άρχισαν με πρώτο τον παππά να γελάνε με το θέαμα. Τότε ο άδολος τσοπάνος απευθυνόμενος στον παππά του λέει. Εσύ γιατι γελάς παππά αφού φοράς …δύο σαμάρια. Τα σαμάρια βέβαια είναι οι αμαρτίες.
Και τώρα το τραγούδι
Εσείς πουλιά του Μάη και της Άνοιξης …εσείς πάντα περνάτε από τον τόπο μας… για χαμπηλώστε λίγο τα φτερούδια σας… Γράμμα χω να σας δώσω μια ψιλή γραφή … Να πάτε στην καλή μου τη μανούλα μου… Πέστε της τα μαντάτα πως παντρεύτηκα… Και πήρα μια γυναίκα μάγισσα ζουρλή … Μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν ….εμάγεψε και μένα και δε μπορώ ναρθώ… όταν κινώ για νάρθω χιόνια και βροχές … Κι όταν γυρίζω πίσω ήλιος και ξαστεριές .
.
ΝΙΚΟΣ ΖΩΤΑΛΗΣ
ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣΑ (Αφήγημα για να ενημερώνονται οι νεώτερες γενιές)
Στα πέτρινα χρόνια της περιόδου 1940-1960, στο χωριό μας, με 1.200 κατοίκους, λειτουργούσαν πολλές ταβέρνες. Στην τοπολαλιά μας η λέξη «ταβέρνα» ήταν άγνωστη. Ξέραμε τη λέξη «μαγαζί» με την ταμπέλα «Οινοπωλείο». Θυμάμαι ότι στην παραπάνω περίοδο λειτούργησαν ταβέρνα οι παρακάτω Κρεμαστιώτες:
♦ Γεωρ. Μανίκης (κυρ-Γιώργης)
♦ Παν. Νεοφώτης
♦ Γιάννης Σοφός
♦ Καμαρινός Παπαμιχαλόπουλος
♦ Γεωρ. Δρίβας (Ρουβέλας)
♦ Ανάργυρος Παππαϊωάννου
♦ Αντώνης Δούνιας
♦ Ανασ. Μανίκης
♦ Λεων. Παπαμιχαλόπουλος
♦ Ιωάν. Παύλου Παναρίτης
♦ Παν. Ι. Παυλάκης
♦ Γεωρ. Ζώταλης (Ματζιώρης)
♦ Δημ. Λάββας
♦ Παν. Δρίβας (Νούσιος)
♦ Βασ. Τζάκας
♦ Τάσος Χαραμής
♦ Γεωρ. Κ. Παρδάλης
(καλοκαιρινή στη Βρύση)
- Από τα εφτά μου χρόνια - μέχρι που τελείωσα τις Γυμνασιακές σπουδές, βοηθούσα τον πατέρα μου στις δουλειές του μαγαζιού και περιδιάβαινα τις άλλες ταβέρνες, παρατηρώντας τη λειτουργία τους, τους πελάτες τους και τη συμπεριφορά τους.
Ανατρέχοντας σε αυτή την περίοδο, θυμάμαι ευχάριστα όσα είδα, και άκουσα στην ταβέρνα του πατέρα μου και στις άλλες ταβέρνες του χωριού.
- Μνήμες από τη ταβέρνα του πατέρα μου
α. Υποδομή – Εξοπλισμός
Το κτήριο ιδιοκτησίας του κληροδοτήματος Θ.Παπαμιχαλόπουλου, ήταν στη θέση που είναι
σήμερα η ταβέρνα του Κώστα Παυλάκη. Πληρώναμε νοίκι 150 δραχμές το χρόνο
Ήταν ένα χωριάτικο κτίριο, όμορφο, με χοντρούςτοίχους. Ο εσωτερικός του χώρος διαμορφωμένος σε δύο επίπεδα, με υψομετρική διαφορά ένα μέτρο, που διαχωριζόταν με ξύλινο χώρισμα. Στο επάνω επίπεδο υπήρχαν ο πάγκος με τον μπεζαχτά, η ζυγαριά με τα δράμια, ένα μεγάλο πολυθέσιο τραπέζι για 8 πελάτες, ένα μικρό 4θέσιο τραπέζι, ο πάγκος για τα κουζινικά (τηγάνι για συκωταριές), πιάτα σκουτέλες πήλινες και η καταπακτή από όπου κατέβαινε η ξύλινη σκάλα για το υπόγειο, με τα βαρέλια κρασιού.
Στο κάτω επίπεδο υπήρχαν τέσσερα τραπέζια για πελάτες, ο πάγκος για τα ποτήρια, η μικρή βρυσούλα για το πλύσιμο των ποτηριών, το φανάρι για τα κρέατα (ντουλάπι με σίτα), το κούτσουρο για τον τεμαχισμό των κρεάτων, η βίκα και τα μετρητικά (κατοστάρια, μισάδες). Καρέκλες δεν υπήρχαν, οι πελάτες καθόντουσαν σε ξύλινους πάγκους. Επίσης δεν υπήρχε ξυλόσομπα, μάλλον ήταν περιττή, γιατί οι πελάτες ζεσταίνονταν πίνοντας κρασί.
Στο υπόγειο υπήρχαν πέντε (5) μεγάλα ξύλινα βαρέλια κρασιού, συνολικής χωρητικότητας τριών τόνων.Στην πίσω πλευρά ήταν η μάντρα με δύο πεζούλες για την καλοκαιρινή περίοδο λειτουργίας της ταβέρνας. (Σήμερα έχει ενσωματωθεί στον στεγασμένο χώρο της ταβέρνας Κ.Παυλάκη).
β. Το Μενού (διαχρονικά)
♦ Κρασί ντόπιο (κυρίως από το ιδιόκτητο αμπέλι του ταβερνιάρη)
♦ Ρέγγες, σαρδέλες
♦ Μπακαλιάρος τηγανιτός (Σαββατοκύριακο,γιορτές)
♦ Στραγάλια (για το ξεροσφύρι)
♦ Κρέας ψητό ή βραστό, τηγανητό συκώτι
(μαγειρίτσα), πατσάς, μόνο την καλοκαιρινή περίοδο (που τσοπάνηδες ήταν στο χωριό).
γ. Οι δουλειές που έκανα στο μαγαζί Πρωτοπήγα στο μαγαζί και βοηθούσα στη λειτουργία του στην ηλικία των 7 ετών. Μου μίλαγαν και κουβεντιάζαμε με όλους τους πελάτες και περισσότερο με τους ηλικιωμένους και του τσοπάνηδες. Στα χρόνια που βοηθούσα το μαγαζί έκανα τις ακόλουθες δουλειές:
♦ Σκούπισμα – καθαριότητα κάθε Δευτέρα
♦ Πλύσιμο ποτηριών
♦ Σερβίρισμα κρασιού (κατοστάρι, μισάδαοκά) στους πελάτες
♦ Έπιανα το κρασί από τα βαρέλια του υπογείου ανεβοκατεβαίνοντας τη ξύλινη σκάλα (20
πατήματα) από το ισόγειο στο υπόγειο. Για κάθε παραγγελία κατέβαινα στο υπόγειο για να γεμίσω κρασί το κατοστάρι ή τη μισάδα ή την οκά και να το σερβίρω δροσερό. Υπήρχαν μέρες που ανεβοκατέβαινα τη σκάλα 20-30 φορές.
♦ Πήγαινα την Παρασκευή ή το Σαββατοκύριακο σε στάνες για να φέρω σφαχτό (γίδα, βετούλι) για να εξασφαλισθεί το απαιτούμενο για το μαγαζί κρέας (μεζές στη ταβέρνα και πώληση σε οικογένειες). Σφαχτά διαθέταμε στην περίοδο Μάιο – Οκτώβριο, που οι τσοπάνηδες μένανε στο χωριό. Τον υπόλοιπο χρόνο το μενού διέθετε μπακαλιάρο (Σαββατοκύριακα, γιορτές),στραγάλια και ρέγγες (για τους εύπορους) τις καθημερινές. Η μεταφορά του σφαχτού από τη στάνη στη ταβέρνα ήταν μαρτύριο για μένα. Το σφαχτό άγριο, στύλωνε τα πόδια (καταλάβαινε που πάει;), δεν ακολουθούσε την πορεία, τέντωνε την τριχιά που το τραβούσα και πολλές φορές με έριχνε επάνω στα κλαριά, ή με έβγαζε
έξω από το δρόμο. Πορεία 3-4 ώρες, και γέμιζα πληγές στα πόδια και στα χέρια. Είχα μεταφέρει σφαχτά από «Τούμπαλι» (Παπανδρέϊκα, Γκιώνη, Τάτσι) «Μούτσο», «Πανωλάμπι», «Γκιότσαλι», «Αη Γιώργη», όπου διατηρούσαν στάνη ο Σκεπάρας (Γ.Μπάτσακης), ο μπάρμπα Κόλλιας Μαυρομιχάλης, ο Δ. Τουρομώκος (Ρουσούνας),
Ο Ψηλονικολός (Αναγνωστόπουλος), ο Μαργαρίτης (Μπατσάκης) και ο Ντέμης (Ν.Τζάκας).
♦ Βοήθεια στο σφάξιμο που γινόταν έξω από το μαγαζί προς την πλευρά της γούρνας (το σημερινό μπαλκόνι του μαγαζιού του Κ.Παυλάκη), ως εξής:
Έφερνα ένα – δύο τενεκέδες νερό από το πηγάδι της γιαγιάς Πουλάκαινας για το πλύσιμο των εντέρων του σφαχτού. Αν το σφαχτό δεν προοριζόταν για σούβλα (ψητό στο φούρνο), τεμαχιζόταν σε μερίδες μέρος των οποίων πουλιόταν σε πελάτες και το υπόλοιπο το διαθέταμε βραστό για μεζέ. Το κρέας των πελατών και τον πατσά τον μετέφερα στα σπίτια τους στο χωριό.
♦ Η σούβλα με το ψητό (γίδα, βετούλι) ετοιμαζόταν στο φούρνο του σπιτιού μας από τη μάνα μου, και μετά το ψήσιμο μεταφερόταν από μένα και τον αδελφό μου στο μαγαζί για τεμαχισμό και πώληση. Μυρωδιές στο σπίτι και στη διαδρομή μεταφοράς αξέχαστες.
♦ Τις καθημερινές, τα βράδια, που ο πατέρας ήταν σε δουλειές (καμάτι) άνοιγα το μαγαζί και εξυπηρετούσα πελάτες.
δ. Γεγονότα – Στιγμές που δεν ξεχνώ μέχρι σήμερα
(1) Νοέμβρης 1947: Ένα βράδυ ήμουνα μόνος στο μαγαζί ως αφεντικό (ο πατέρας στο καμάτι).Κατά τις εφτά ήρθε ο τακτικός πελάτης και φίλος μας Δ.Τουρομώκος (Ρουσούνας) και κάθισε στο τραπέζι στην αριστερή γωνία (όπως μπαίνουμε) και ζήτησε μισή οκά κρασί και στραγάλια. Με κάλεσε και κάτσαμε μαζί. Αφηγηματικός, αυστηρός, μου εξιστόρησε τη ζωή του, την πορεία του σε αυτή και τις δυσκολίες του τσοπάνη. Τον άκουγα με δέος και συμπάθεια. Περίμενε τον φίλο του τον Βαγγέλη, της Αριστείδενας, που τελικά δεν ήρθε. Η κουβέντα κράτησε μέχρι την 04:00 πρωινή, αφού ο μπαρμπά Μήτσος κατανάλωσε 3-4 οκάδες και στη συνέχεια έφυγε για τη στάνη. Έφυγα τρέχοντας για το σπίτι και έπεσα ξερός για ύπνο.
(2) Όταν σφάζαμε στη γωνία, έβλεπε το σφαχτό, από το σπίτι του στη Γούρνα, ο μπάρμπα Κόλλιας ο Μαυρομιχάλης. Με νοήματα και κινήσεις έστελνε παραγγελιά στον πατέρα μου να του κρατήσει το σπληνάντερο και το μπούτι. Το βραδάκι ανηφόριζε στην αγορά και απολάμβανε το μεζέ του με το κρασάκι. Αρχοντική μορφή,με τη φουστανέλα του, την φωνή του που μου θύμιζε τον Ανδρούτσο του ΄21.
(3) Κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ ήρθαν και έκαναν παρέα σε ένα τραπέζι στο πάνω πάτωμα ο Μαστρογιώργης Τσορομώκος (Σαμαρτζής),ο Ρουσούνας, ο Μαρίνης και ο Βαγγέλης της Αριστείδενας. Πίναν αδιάκοπα ξεροσφύρι με στραγάλια. Ήταν σε πλήρη ευθυμία όλοι τους και ο πατέρας μου και ρητόρευε ο Βαγγέλης. Σε κάποια στιγμή τους αφηγείτο φιλολογικά θέματα και συγκεκριμένα στίχους από το ποίημα του Παλαμά «Η Φλογέρα του Βασιλιά». Απάγγειλε τον στίχο «έσβησαν όλες οι φωτιές κι πλάστες μες τη χώρα». Απευθυνόμενος στον Μαστρογιώργη του είπε «όχι οι πλάστες που ανοίγουμε τα φύλλα της πίττας». Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτή η παρέα. Ανεβοκατέβηκα τη σκάλα του υπογείου να πιάσω κρασί πολλές φορές. Προχωρώντας η ώρα η παρέα φόρτωσε και άρχισε το τραγούδι, «του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι ……….». Ο Βαγγέλης, φοιτητής Φιλοσοφικής διόρθωνε «εκάθητο επ΄όχθης ποταμίας». Μετά τα μεσάνυχτα ο μπάρμπα Μήτσος Ρουσούνας φορτώθηκε τον Βαγγέλη και τον μετέφερε σπίτι του. Οι υπόλοιποι της παρέας εύθυμοι και τρικλίζοντας έφυγαν για τα σπίτια τους. Εγώ με τον πατέρα γυρίσαμε σπίτι αργά. Η παραπάνω φιλολογική – επιμορφωτική βραδιά έχει μείνει στη μνήμη μου ζωντανή.
(4) Χειμώνας 1949: Ο εμφύλιος σε ένταση.Μετά τις μάχες του Λεωνιδίου (21.01.1949) και Αγίου Βασιλείου, πέρασαν από το χωριό μονάδες της 9ης Μεραρχίας. Μετά από πορεία μέσα στο χιόνι (3-4 μέτρα), έφθασε στο χωριό Μοίρα καταδρομών. Οι άνδρες (αξιωματικοί και στρατιώτες), ξεθεωμένοι, πεινασμένοι, μπήκαν στα μαγαζιά της πλατείας και έτρωγαν – έπιναν ότι υπήρχε (λουκούμια, ρέγγες, στραγάλια, σαρδέλες,κρασί). Κάποιο βράδυ που είχαν βγει σε ενέδρα στα καλύβια της περιοχής (αγροικίες) μας έφεραν στο υπόγειο του μαγαζιού 10-15 αντάρτες,αιχμαλώτους, ρακένδυτους και ψειριασμένους.Θυμάμαι που τους ψέκαζαν με ψειρόσκονη. Μία εικόνα που με συγκλόνισε. Θυμάμαι μία Κυριακή βράδυ που ήμουνα στο μαγαζί ένας αξιωματικός ζήτησε από τον πατέρα μου να οδηγήσει νυκτερινή περίπολο της Μοίρας, στο «Λόγγο», σε απόσταση 10 χιλιομέτρων, όπου θα έστηνε ενέδρα για σύλληψη ανταρτών της περιοχής. Ο πατέρας ήξερε το δρομολόγιο. Έκλεισα το μαγαζί και φοβισμένος,κλαίγοντας έτρεξα στο σπίτι και ενημέρωσα την οικογένεια. Φόβος, αγωνία, παγωμάρα, μέχρι να επιστρέψει ο πατέρας από την επικίνδυνη αποστολή. Ξενύχτησε όλη η οικογένεια. Το πρωί η περίπολος και ο πατέρας μου επανήλθαν στο χωριό. Πληροφορήθηκα ότι έπεσε στην ενέδρα μία ομάδα ανταρτών που κατάφερε να φύγει αφήνοντας δύο αιχμαλώτους.
(5) Μετά το 1950: Η εσωτερική κατάσταση ομαλοποιήθηκε, επέστρεψαν στο χωριό όσοι είχαν φύγει στην διάρκεια του εμφυλίου, και η πελατεία μας αυξήθηκε. Θυμάμαι τον Παπακώστα που ήταν πιστός φίλος του πατέρα μου, τακτικός βραδινός πελάτης του μαγαζιού και καλοφαγάς. Έρχονταν από την πίσω πόρτα, δρασκελίζοντας τον τοίχο της μάνδρας και καθόταν με τον πατέρα μου,τον Μαρίνη, έτρωγαν ψητό, ή βραστό, πίναν 2-3 ώρες και έφευγε από το ίδιο δρομολόγιο.
♦ Με την ομαλοποίηση της κατάστασης άρχισαν οι επισκέψεις στο χωριό μεταναστών της Αμερικής, και ενισχύθηκε η πελατεία των μαγαζιών. Θυμάμαι τους Γεωρ. Δούνια, Αντώνη Δούνια, Γ. Παναρίτη, τον Μαθιό (γαμπρό της Αριστείδενας) πού ήλθαν πολλές φορές στο μαγαζί, κέρναγαν όλους τους πελάτες και με αγάπη και χαρά αγκάλιαζαν και χαρτζιλίκωναν τα παιδιά του χωριού που συναντούσαν στους δρόμους του χωριού.Επίσης θυμάμαι την θεία Αγγελικώ, που της άρεσε η κρασοκατάνυξη. Ερχόταν στο μαγαζί τα πρωινά και αγόραζε «ένα πεντογάλονο, προσφέροντας μία λινάτσα μαλλί από τα πρόβατά της. Κέρασμα επί τόπου το μισόκιλο. Οι ατάκες του ταβερνιάρη
♦ Φτιαγμένος από νωρίς τα Σαββατοκύριακα,όταν μεταφέραμε τη σούβλα με την ψημένη γίδα,έβγαινε στην πόρτα του μαγαζιού και απευθυνόμενος στους βρισκόμενους άντρες στην αγορά και χτίρια των μαγαζιών, έλεγε «ή μάτια δεν έχετε ή λεφτά δεν έχετε».
♦ Πολλές φορές διάφοροι πελάτες – φίλοι παραπονούνταν ότι δεν γέμιζε το κατοστάρι, το σέρβιρε 2-3 δάχτυλα άδειο. Η απάντηση στο παραπάνω «εγώ δεν έχω πρόβλημα να το γεμίζω,θα ρίχνω δύο τενεκέδες νερό στο βαρέλι, αλλά εσείς δεν θα πίνετε κρασί της ίδιας ποιότητας (το άναμα όπως το έλεγε).
♦ Ένα Σάββατο βράδυ περνούσε από την αγορά η μάνα πηγαίνοντας στο αδελφό της Μαρίνη. Φτιαγμένος όπως πάντα τη ρώτησε: «που πας κυρά;». Απάντηση: «πάω να δω τον αδελφό μου το Μαρίνη, που είναι άρρωστος». Η ατάκα: «πες του ότι αλλάξαμε σχοινί στην καμπάνα».
♦ Φτωχός συγγενής του ήλθε το Σάββατο να αγοράσει κρέας, εζήτησε 150 δράμια πλάτη.Απάντησε: «βρε κόπανε τα 150 δράμια θα μείνουν στην μαχαίρα, για να σου κόψω το κομμάτι».
♦ Η κυρά Ευγενία, ευγενική πράγματι γυναίκα του χωριού, έψαχνε να βρει τον άνδρα της που έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι και ήταν φανατικός «βαρελόφρων». Απευθύνθηκε στον ταβερνιάρη ρωτώντας τον μήπως είδε τον άνδρα της. Η απάντηση: «μπήκε εκτάκτως στο νοσοκομείο κτηνών».
- Σχόλια
Πέρασαν πολλά χρόνια από εκείνη την περίοδο,που το χωριό, πάλευε για την επιβίωσή του. Η συμμετοχή μου στη λειτουργία του μαγαζιού μου άφησε τις ακόλουθες μνήμες: Οι άνθρωποι του χωριού στον αγώνα επιβίωσης και αναζήτησης καλύτερης ζωής,αποζητούσαν και την διασκέδαση, την κοινωνικότητα, την παρέα.Στα μαγαζιά του χωριού (ιδιαίτερα τα μαγαζιά της αγοράς), η κάθε φτωχοπαρέα, πίνοντας (ξεροσφύρι με λίγα στραγάλια τις περισσότερες μέρες) το κρασάκι της, ζούσε ευχάριστες στιγμές.Πειράγματα μεταξύ τους, αυτοσαρκασμός, φωνές, τραγούδι, γέλιο αποτύπωναν την διασκέδαση τους και την έκδηλη χαρά τους. Οι καταστηματάρχες, φτωχοί άνθρωποι, αγωνιούσαν να πουλήσουν το κατοστάρι κρασί και πολλές φορές βερεσέ.Από όσα είδα και άκουσα, διαπίστωσα ότι οι άνθρωποι του χωριού είχαν ως κύριο στόχο τους να εξασφαλίσουν το ψωμί και το λάδι της χρονιάς. Η απλότητα των επιδιώξεών τους, δεν τους προκαλούσε άγχος, εγωισμό και ζηλοφθονία.Ζούσαν όλοι στο ίδιο βιωτικό επίπεδο. Βίωναν σε κοινωνία απλών ανθρώπων, αλληλεγγύης, σεβασμού και αγάπης, που σήμερα νοσταλγούμε. Αυτή η κοινωνία των απλών ανθρώπων μαςλείπει σήμερα.
Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, που έζησα αυτή την εμπειρία της συμμετοχής μου στην λειτουργία της ταβέρνας, που είδα και άκουσα τους συνετούς, απλούς και φιλικούς ανθρώπους του χωριού μας και πήρα τα καλύτερα εφόδια ζωής.
Ν.Α.Δ
ΝΕΑ ΚΡΕΜΑΣΤΗ- ΝΕΟΣ ΠΑΡΝΩΝΑΣ
Με τις δημοσιεύσεις μου μέχρι τώρα ασχολήθηκα με διάφορα θέματα που αναφέρονται στη Κρεμαστή Λακωνίας τη γύρω περιοχή και όχι μόν
ο, από τη δική μου οπτική γωνία
Παρουσίασα διάφορα διαχρονικά θέματα και προσπάθησα να τα αναδείξω όπως μεταξύ άλλων.
-Το δικαίωμα μόρφωσης όλων.
-Την κάθε μορφής πείνα, γνώσης και τροφής και όχι μόνο.
- Τον άδικο και διαφορετικό τρόπο ζωής μεταξύ πλούσιων και φτωχών παιδιών
-Την μειονεκτική θέση της γυναίκας στη κοινωνία
- Τον προβληματισμό για την αναγκαιότητα και το τρόπο λειτουργίας κάποιων θεσμών.
-Το μεταναστευτικό πρόβλημα.
- Την παρεχόμενη παιδεία .
-Την θέση μου ότι κάθε γενιά είναι καλύτερη από την προηγούμενη
Θα ήθελα να τονίσω ακόμα τη συνεισφορά των Κρεμαστιωτών για ωφέλιμα έργα στο χωριό όπως άσφαλτος, σχολείο, δρόμοι και τόσα άλλα, <ων ουκ έστιν αριθμός >, αλλά και την εκτέλεση έργων που δεν έπρεπε να γίνουν.
-Τις προσπάθειες ορισμένων για τη μουσική αρχιτεκτονική λαογραφική ανάδειξη αλλά και την αληθινή ιστορία του χωριού.
Σε κάθε κοινωνία μικρή η μεγάλη δεν είναι όλοι καλοί ούτε ίδιοι .
Η οπτική γωνία που βλέπει καθένας μας τα πράγματα ,αν βλέπει, έχει μεγάλη σημασία.
Θα ήθελα να θέσω μερικούς ακόμα προβληματισμούς.
-Θεωρώ πολύ καλή τη θέση του χωριού μας σήμερα από πολλές πλευρές .
-Η προσπάθεια όμως κάποιων να μην αναγνωριστεί η να υποβαθμιστεί η συνεισφορά κάποιων με λυπεί.
-Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να βλέπουμε το προσωπικό όφελος από το χωριό κάθε ασχολουμένου με τα κοινά πριν τον κρίνουμε .
- Δεν πρέπει να είμαστε κολλημένοι με το χωριό μας αλλά να συνεργαζόμαστε με τα άλλα κυρίως κοντινά χωριά.
-Η συμφωνία σε όλα μεταξύ όλων των φορέων στο χωριό είναι καλή αλλά δείχνει και την έλλειψη προβληματισμού και διαλόγου τουλάχιστον.
-Οι σύλλογοι και φορείς να προωθούν την αλληλεγγύη και το καλό του χωριού, όπως κάνουν, να προσπαθούν όμως και για την εφαρμογή της νομοθεσίας και της νομιμότητας, όπως θα έπρεπε να κάνουν, δίνοντας το καλό παράδειγμα στους πολίτες και να υπάρχει ανανέωση στα συμβούλια αλλά και στήριξη από τους παλιούς.
Κάποια ακόμα μικρά αλλά σημαντικά κατά την άποψή μου όπως
Η διατήρηση και βελτίωση της ποιότητας των πανηγυριών .
Η κατασκευή και διαφήμιση μονοπατιών, όπως προς Κεφαλόβρυσο και στη κορυφή του Αηλιά-Ταράτσες που θα δώσουν άλλη διάσταση στο χωριό, δεν αναφέρω το δάσος γιατί εκεί κάποιοι διαπρέπουν βάζοντας τα γυαλιά σε κάποιους ακόμα και δικούς μας φορείς και τους συγχαίρω
Αξιοποίηση πραγματική του υπάρχοντος και τόσο αξιόλογου επιστημονικού κρεμαστιώτικου ανθρώπινου δυναμικού.
Ακόμα θα ήθελα να τονίσω και να υπογραμμίσω την σπουδαιότητα του ανατολικού άξονα της Πελοποννήσου για το χωριό μας, τη γύρω περιοχή και όχι μόνο. Η επικεφαλίδα του άρθρου αυτού και σε αυτό αναφέρεται.
Κλείνοντας θα σας πω ένα ποίημα που μας έλεγε κάποιος καθηγητή μου στο Γυμνάσιο τα χρόνια της στέρησης..
Και ήτον η γείτων
Λευκή λευκοχίτων
Εστία χαρίτων
πολών και αρήτων
Και έλεγον φρίτων
Το μέτωπον πλήτων
Ω είθε αχίτων
να ήτον η γείτων
ΝΙΚΟΣ ΖΩΤΑΛΗΣ
ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣΑ ΤΟΤΕ, ΣΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
(ΣΥΝΈΧΕΙΑ ΑΠΌ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΎΜΕΝΟ ΦΎΛΛΟ)
ΣΤΟ ΠΡΟΗΓΟΎΜΕΝΟ φύλλο περιέγραψα τις μνήμες μου από την συμμετοχή μου στη λειτουργία του μαγαζιού του πατέρα μου, στην αγορά (πάνω πλατεία του χωριού).
♦ Στα παιδικά μου χρόνια, μαζί με άλλα παιδιά της ηλικίας μας περιδιαβαίναμε και τα άλλα μαγαζιά του χωριού όπου βλέπαμε και σχολιάζαμε τα δρώμενα τους (μαγαζάτορες, πελάτες, ψώνια, ιστορίες).
♦ Οι πιο δυνατές αναμνήσεις μου από τον παραπάνω περίγυρο είναι οι παρακάτω:
- Μαγαζί Παν. Νεοφώτη Λειτουργούσε ταβέρνα και σαμαράδικο στο ισόγειο του σημερινού σπιτιού. Κρασί από το αμπέλι στο «Πανωλάμπι» με χαμηλό «γράδο». Ο μπάρμπα Παναγιώτης, πράος, ήρεμος, καλοσυνάτος άνθρωπος, ασχολιόταν με πολλά επαγγέλματα, για να έχει ψωμί η πολυμελής οικογένειά του. Γεωργός,ταβερνιάρης, σαμαρτζής, πεταλωτής,βιολιντζής, ψάλτης. Είχε κάποτε ζητήσει από τον παπα-Κώστα, που ήταν Γραμματέας της Κοινότητας, να του χορηγήσει ένα πιστοποιητικό. Ο παπα-Κώστας τον ρώτησε: τι επάγγελμα να γράψω; Πολλά απογεύματα η παιδοπαρέα μαζευόταν έξω στην αυλή και άκουγε με ευχαρίστηση, τη μουσική του προπόνηση στο βιολί και τα τραγούδια με τη γρέζα φωνή του.
- Μαγαζί του κυρ-Γιώργη Μανίκη
Λειτουργούσε ταβέρνα – παντοπωλείο στο ισόγειο του σημερινού σπιτιού στη Γέφυρα. Το μαγαζί είχε μεγάλες αυλές, με καρυδιές και μουριές και ήταν σε προνομιακή θέση – σταυροδρόμι. Ο κυρ-Γιώργης κυκλοθυμικός τύπος, ομιλητικός, καλοσυνάτος τις περισσότερες ώρες.Στις αυλές του στρατοπέδευαν το καλοκαίρι οι διερχόμενοι τσαγκάρηδες (Μαστροσωτήρος), γανωτήδες (Ζήσης), μικροπωλητές μανάβηδες (Γολεγός) που στις συναλλαγές τους συγκέντρωναν τους πελάτες και τα παιδιά του χωριού.Στο μαγαζί του κυρ-Γιώργη είδα, άκουσα τα παρακάτω γεγονότα, που διατηρώ στη μνήμη μου ζωντανά:
♦ Στην απέναντι πλευρά διατηρούσε παντοπωλείο ο μπάρμπα Γιάννης Μανούσος. Έξυπνος έμπορας. Κάποια μέρα ο κυρ-Γιώργης θέλησε να πικάρει τον Μανούσο. Παρέα με τον κυρΓιώργη ο παππούς μου ο Νικολακάκης (κουμπάρος του). Ρώτησε ο παππούς μου με δυνατή φωνή που ακουγόταν στου Μανούσου το μαγαζί:
«Κουμπάρε γέννησε η Ερίνη (νύφη του); Τι γέννησε;»Ο κυρ-Γιώργης με δυνατή φωνή, κοιτάζοντας προς τον Μανούσο απάντησε:
«Πίσω (πάλι) παιδί» ενώ ο Μανούσος είχε μόνο κορίτσια.
♦ Κάθε μέρα μπαίναν στο μαγαζί τα εγγόνια του, Γιώργος, Νίκος, Λούης, παιδιά του Αναστάση Μανίκη. Διαβόλοι πραγματικοί.
♦ Σε πελάτισσες που αγόραζαν μπελτέ τους έλεγαν «μην αγοράζετε ο παππούς ρίχνει νερό στον τενεκέ του μπελτέ». Ο κυρ-Γιώργης τα κυνηγούσε θυμωμένος. ♦ Τα μεγαλύτερα παιδιά που ήταν στην αυλή, έστελναν τα εγγόνια και έκλεβαν καραμέλες «ΝΑΣΚΟ» ή στραγάλια όταν ο παππούς κατέβαινε στο υπόγειο να πιάσει κρασί για τους πελάτες και τα μοίραζαν με τα άλλα παιδιά.
♦ Κάποιο πρωινό, στην κατοχή, με γερμανο-ιταλούς στο χωριό, είχε σκαρφαλώσει στο χαγιάτι της Καζάρμας ο εγγονός του Γιώργος (2-3 χρονών) και τραγουδούσε το τραγούδι της Βέμπο του πολέμου «κορόιδο Μουσολίνι, κανένας δεν θα μείνει». Έτρεξε ανάστατος ο παππούς κυρ-Γιώργης, του έφραξε το στόμα να μη συνεχίσει και τον κατέβασε στέλνοντάς τον στη μάνα του.
♦ Ο κυρ-Γιώργης ήταν πειραχτήρι. Πείραζε τους πελάτες του με χιούμορ και γέλιο. Οι πελάτες κυρίως οι νέοι του ανταπέδιδαν τον πειρασμό. Θυμάμαι, τις κρύες – χιονισμένες μέρες του χειμώνα, συγκεντρώνονταν γύρω από τη σόμπα 5-6 άτομα (Σταματάκος, Γιαγκούλας, Πέτρος) και χωρίς να πίνουν τίποτα, αξίωναν από τον κυρ-Γιώργη να γεμίζει τη σόμπα ξύλα. Ο κυρ-Γιώργης φτιαγμένος πολλές φορές φώναζε «όξω ρε».Ο Πέτρος Γκλιάτης, πήγαινε τα βράδια (μετά τις 10) στο μαγαζί, ξυπνούσε τον κυρ-Γιώργη, ζητούσε 2-3 τσιγάρα ΘΝΟΣ και όταν τα αγόραζε του έλεγε «γράφτα». Ο κυρ-Γιώργης έξαλλος τον διαβολόστελνε.
♦ Κάποιο πρωινό, χτύπησαν πένθιμα οι καμπάνες του χωριού. Ο κυρ-Γιώργης ρώτησε διερχόμενο συγχωριανό ο οποίος τον πληροφόρησε ότι πέθανε ο Πριφτάκης. Ο κυρ-Γιώργης σαστισμένος μονολόγησε «φτού να πάρει ο διάβολος, πάει ο κούκος (τραγιάσκα)» που είχε αγοράσει βερεσέ ο αποθανών.
♦ Σάββατο απόγευμα του Αυγούστου,και στην αυλή του μαγαζιού έπαιζαν χαρτιά «ξερή» οι συγχωριανοί (σε ζευγάρια):
♦ Νικολάκης Δούνιας – κυρ-Γιώργης ♦ Παν. Παράσχης – Ι.Χαραμής (Μπόμης)
Ο παππούς Νικολάκης φρόντιζε να πάρουν, με κάθε τρόπο τα βαριά χαρτιά, το 10 καρώ, τους άσσους, και τη φιγούρα κόφτη (βαλές). Μοίραζε χαρτιά στον πρώτο γύρο και τα υπόλοιπα, όταν καταλάβαινε ότι δεν είχαν περάσει τα παραπάνω βαριά χαρτιά, τα έβαζε στα χαρτιά που είχαν πάρει και έλεγε ότι τελείωσε η χαρτοσιά. Γινόταν φασαρία, φώναζε το αντίπαλο ζευγάρι, τους έλεγε κλέφτες αλλά ο κυρ-Γιώργης με τον παππού Νικολάκη διαμαρτυρόταν. Στο τέλος οι κερδισμένοι κέρναγαν και συνέχιζαν ήρεμα.
♦ Μία Κυριακή του Οκτώβρη 1948, ήμουνα παρατηρητής στον γάμο του Φασουλή
(Κυρανάκη) στη πάνω γειτονιά.Ακούστηκε ότι είχε έλθει τηλεγράφημα στον κυρ-Γιώργη από την Στρατιωτική Μονάδα που υπηρετούσε ο γιός του Παναγιώτης, με το τραγικό περιεχόμενο «ο υιός σας εφονεύθη στην μάχη του Γράμμου».Έτρεξα γρήγορα και πήγα στο σπίτι του κυρ-Γιώργη. Θρήνος – πόνος αβάσταχτος.Ο κυρ-Γιώργης απαρηγόρητος, κέρδισε την συμπαράσταση στη λύπη του, όλου του χωριού.
- Μαγαζί Γιάννη Μανούσου – ΓιάννηΠαρδάλη
Ο μπάρμπα Γιάννης Μανούσος λειτουργούσε εμπορικό κατάστημα στο ισόγειο του σπιτιού του. Πολύ έξυπνος έμπορος,γελαστός διατηρούσε πολύ καλό για την εποχή μαγαζί, που κάλυπτε απόλυτα όλες τις ανάγκες των νοικοκυριών του χωριού.Έφυγε από το χωριό το 1946, λόγω του εμφυλίου και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά όπου δημιούργησε πολύ καλό μαγαζί δίπλα στον ηλεκτρικό σταθμό Πειραιά. Η γυναίκα του θεία Κωνσταντίνα και οι κόρες έφυγαν για Πειραιά αργότερα (1948-1949). Μέχρι τότε συνεχίσθηκε η λειτουργία του εμπορικού.Στη συνέχεια ο ανιψιός του Γιάννης Παρδάλης λειτουργούσε ταβέρνα.Εφάρμοσε χαμηλές τιμές, διέθετε τακτικά ψητό, και είχε πελατεία όλη τη νεολαία του χωριού.Φάνταζε εποχή ΡΟΚ (φωνές – τραγούδια– γραμμόφωνο). Ο πατέρας μου όταν έμπαιναν στο μαγαζί νέοι κάτω των 25 χρονών δεν τους ήθελε και φώναζε «έξω η αλητεία του Παρδάλη». Ήθελε μόνο τους λίγους δικούς του ήσυχους πελάτες. Ο Γιάννης Παρδάλης, πάντα χαμογελαστός, έξυπνος και ευγενικός έφυγε νωρίς από τη ζωή και ο χαμός του λύπησε όλους τους Κρεμαστιώτες.
- Μαγαζί Αναστάση Μανίκη
♦ Λειτούργησε καφενείο, οινοπωλείο και εμπορικό στο ισόγειο του σπιτιού του Ζουμή (σημερινό ζαχαροπλαστίο «ΖΟΥΜΠΟΥΚΟΣ»).Ο μπάρμπα Αναστάσης έξυπνος άνθρωπος, ενήμερος για την πολιτική κυβερνήσεων, ήταν κυκλοθυμικός και οξύθυμος.
♦ Έμενε στο μαγαζί από το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα. Τα παιδιά του, του πήγαιναν την κατσαρόλα με το φαγητό.
♦ Μετανάστευσε οικογενειακώς στην Αυστραλία το 1954.Από τη λειτουργία του μαγαζιού θυμάμαι έντονα τα εξής γεγονότα:
♦ Τον Φλεβάρη του 1949, που είχαν έλθει στο χωριό Μονάδες ΛΟΚ, στο μαγαζί του μπάρμπα Αναστάση είχαν εγκαταστήσει ραδιοφωνικό σταθμό, που λειτουργούσε με μπαταρίες υγρές (αυτοκινήτου), μεταδίδοντας ειδήσεις της περιοχής. Είχα ακούσει, περνώντας από την πλατεία, την είδηση «συνεχίζονται οι πολεμικές επιχειρήσεις – περιπολίες στην περιοχή «Μπελεχέρι».
♦ Μετά το τέλος του εμφυλίου ο μπάρμπα Αναστάσης αγόρασε για το μαγαζί δικό του ραδιόφωνο.
♦ Το βράδυ των εκλογών την 22 Νοεμβρίου 1952, είχε συγκεντρωθεί στο μαγαζί πολύς κόσμος για να μάθει τα εκλογικά αποτελέσματα. Αντίπαλοι Παπάγος –Πλαστήρας.Σε κάποιο τραπέζι τα έπινε ο Κοκκίνης (Γ.Τουρομώκος), είχε φορτώσει και έκανε φασαρία. Ζητωκραύγαζε όταν άκουγε να προηγείται ο Παπάγος (αρχηγός στο κόμμα του Συναγερμού). Ο μπάρμπα Αναστάσης προσπαθούσε να τον ηρεμήσει και του έκανε σύσταση να μην φωνάζει, για να ακούνε τα αποτελέσματα. Ο Κοκκίνης (Γώγος) συνέχισε να φωνάζει «Ζήτω ο Παπάγος» και να κάνει φασαρία. Ο κατάστηματάρχης εξοργίσθηκε και του επιτέθηκε χτυπώντας τον στο κεφάλι με ένα φύλλο αλατισμένο μπακαλιάρο και τον έβγαλε βίαια έξω από το μαγαζί βλαστημώντας τον.
♦ Στα πλαίσια του επαγγελματικού ανταγωνισμού είχε χρησιμοποιήσει ένα συγχωριανό φίλο και πελάτη του, ως κράχτη – μεσίτη που διέδιδε ότι «ο Ντούνιας κλέβει το κατοστάρι κρασί, το πουλάει μεγαλύτερη τιμή και κλέβει στο ζύγι του ψητού κρέατος». Ο ανταγωνιστής, μπατζανάκης του, Αντώνης Δούνιας, πιωμένος και φτιαγμένος όταν έμαθε για τις διαδόσεις αυτές έβγαινε στην πόρτα και φώναζε δυνατά «πουλάω έξι βαρέλια κρασί με δύο δραχμές το κατοστάρι, δύο δάχτυλα κάτω, και χωρίς μεσίτη».
- Στα υπόλοιπα μαγαζιά της αγοράς του χωριού δεν πλησίαζαν εύκολα τα παιδιά του χωριού. Οι καταστηματάρχες τους, αυστηροί, πολύ σοβαροί και οι μεσήλικες πελάτες τους χωρίς διάθεση να μιλήσουν στα παιδόπουλα του χωριού. Έτσι δεν έχω εικόνα και μνήμες από την καθημερινή λειτουργία των μαγαζιών αυτών, μόνο ακούσματα που θα αφηγηθώ στο επόμενο φύλλο.
Συμπέρασμα: Ο τρόπος λειτουργίας
των μαγαζιών, ο χαρακτήρας του καταστηματάρχη, η συμπεριφορά των πελατών,τα μεταξύ τους πειράγματα, ο αυτοσαρκασμός, οι διάλογοι, οι ατάκες, οι σοφές κουβέντες που άκουγα, αποτυπώνουν μία ευτυχισμένη κοινωνία, απλών ανθρώπων,ήρεμων, αγαπημένων, απαλλαγμένη από τις σκοτούρες και το άγχος της απόκτησης χρημάτων με όποιο μέσο. Αυτή την κοινωνία την ονειρεύομαι από πολλά χρόνια και η ανάμνηση της μου δίνει χαρά και αναπνοή από τη σημερινή φοβική κοινωνία που δεν ξέρουμε που μας πάει.
Ν.Α.Δ.